- θέτω
- (Μ θέτω)1. τοποθετώ2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους»)3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτινεοελλ.1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής»)2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο»)3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» — αρχίζω να εφαρμόζω, να χρησιμοποιώβ) «θέτω σε εφαρμογή» — αρχίζω να εφαρμόζω, ασκώγ) «θέτω σε κυκλοφορία» — κυκλοφορώ, διαδίδωδ) «θέτω στο περιθώριο» — εκτοπίζω, καθιστώ αδύναμο ή ασήμαντοε) «θέτω επί ποδός» — κινητοποιώστ) «θέτω επί ποδός πολέμου» — κινητοποιώ για πολεμική αναμέτρησηζ) «θέτω επί τάπητος» — προβάλλω για συζήτησηη) «θέτω κατά μέρος» — απομακρύνω, βάζω στην άκρη»θ) «θέτω τον δάκτυλο εις τον τύπον τών ήλων» — βεβαιώνομαι ο ίδιος, με αυτοψίαι) «θέτω υπό την έγκριση» — υποβάλλω πρόταση για να εγκριθεί ή να απορριφθείια) «θέτω υπ' όψιν» — εφιστώ την προσοχήιβ) «θέτω νόμους» — νομοθετώιγ) «θέτω υπό αμφισβήτηση» — εκφράζω την αμφισβήτηση μου, αρχίζω να αμφισβητώιδ) «θέτω υπό την κηδεμονία» — αναθέτω την κηδεμονία, την προστασίαιε) «θέτω υπό επιτήρηση» — επιτηρώιστ) «θέτω αντίλογον» — απαντώ, απολογούμαιιζ) «θέτω εις ζεύγλην» — υποδουλώνωιη) «θέτω τον νου μου» — προσέχωιθ) «θέτω εις ρίμα» — γράφω σε στίχουςμσν.1. τακτοποιώ2. αναφέρω σε κάποιον κάτι3. αναθέτω4. θεωρώ5. διορίζω, εγκαθιστώ6. φρ. α) «θέτω την κατούνα» — στρατοπεδεύωβ) «θέτω μαρτυρίαν» — κατοχυρώνω κάποιον με μαρτυρίαγ) «θέτω ὄνομα» — ονομάζωδ) «θέτω εἰς τὴν καρδίαν» — αποφασίζωε) «θέτω τὸν πόθον πρός τινα» — ερωτεύομαιστ) «θέτω εἰς κρότος» — τρέπω σε φυγή7. (η μτχ. ως επίθ.) θεμένος, -η, -ονθετός.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το τίθημι σχηματίστηκε ενεστ. τί-θω κατά τα βαρύτονα (πρβλ. δίδωμι-δίδω), από τον οποίο και προήλθε το θέτω, αναλογικά προς τα παράγωγα και τα σύνθετα με θ. θε- (πρβλ. θέμα, θέσις, θετός, υιο-θετώ κ.ά.). Σ' αυτό συνετέλεσαν και οι αόρ. έπεσα, έστεσα, κατ' αναλογία τών οποίων σχηματίστηκε πιθ. αόρ. έθεσα, καθώς και τα ρήματα σε -τω.ΣΥΝΘ. νεοελλ.αναθέτω, ανακαταθέτω, ανασυνθέτω, αντιθέτω, αντιμεταθέτω, αντιπαραθέτω, αποθέτω, αποσυνθέτω, διαθέτω, εκθέτω, εναποθέτω, ενθέτω, επαναθέτω, επενθέτω, επιθέτω, επιπροσθέτω, καταθέτω, μεταθέτω, παραθέτω, παρακαταθέτω, παρενθέτω, προδιαθέτω, προεκθέτω, προκαταθέτω, προσθέτω, προϋποθέτω, συνθέτω, υποθέτω].
Dictionary of Greek. 2013.